-"Έλενα,Έλενα;",η φωνή της κυρίας Στέλλας αντηχούσε σε ολόκληρο το σπίτι.
Η κυρία Στέλλα έφτασε έξω από το δωμάτιο της κόρης της και άνοιξε όσο πιο αργά μπορούσε την πόρτα.Έμεινε με το στόμα ανοιχτό μ'αυτό που αντίκρυσε.Η κόρη της ήταν μισοπνιγμένη μέσα στα μαξιλάρια και πλάνταζε στο κλάμα.
-"Καρδούλα μου,τι έπαθες;",της είπε όλο συμπόνοια η κυρία Στέλλα.
-"Μαμά...Ο Τάσος θέλει να μιλήσει στο μπαμπά..Φοβάμαι μαμά.Φοβάμαι.Ξέρεις πόσο πολύ αγαπώ τον Τάσο..Αλλά ο μπαμπάς δε θέλει ούτε να ακούει γι'αυτόν."
-"Ηρέμησε αγάπη μου.Μην κάνεις έτσι."
-"Το ξέρεις πολύ καλά πως ο μπαμπάς είναι ικανός για τα πάντα.Είναι ικανός να τον δωροδοκήσει για να με παρατήσει..Καταραμένα λεφτά.."
-"Αγάπη μου.Μην κατηγορείς τον πατέρα σου για τις πράξεις του.Ξέρεις πολύ καλά πως σε αγαπάει υπερβολικά μιας και είσαι το μονάκροβο παιδί μας.Τα κάνει όλα επειδή θέλει το καλό σου και προπάντων την ευτυχία σου."
-"Ποια ευτυχία βρε μαμά;Άλλον άντρα δε θέλω.Μόνο τον Τάσο αγαπάω."
-"Δε θέλει να περάσεις δύσκολες στιγμές στο πλευρό ενός άντρα ανίσχυρου οικονομικά..Είναι πολύ περήφανος για την περιουσία του-μην ξεχνάς πως μόνος του έφτασε εκεί που έφτασε, χωρίς τη βοήθεια κανενός-και θέλει αυτήν την περιουσία, όταν περάσει στα δικά σου χέρια, να τη μοιραστείς με έναν άντρα της τάξης μας."
-"Μαμά,όλοι οι άνθρωποι του Θεού είμαστε.Τι θα πει της τάξης μας;Όλοι ίδιοι είμαστε..Τι σημασία έχει το να είμαστε πλούσιοι ή φτωχοί,ψηλοί ή κοντοί,μορφωμένοι ή αμόρφωτοι..Γιατί πρέπει πάντα να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους;Ξέχασες πως κι εσύ ήσουν στην ίδια θέση με τον Τάσο;Μια φτωχή κοπέλα ήσουν όταν ερωτεύτηκες τον μπαμπά.Κι όμως τον παντρεύτηκες.."
-"Έχεις δίκιο καλή μου.Δεν ξέρω τι μ'έπιασε..Μην ανησυχείς καρδούλα μου.Κάτι θα γίνει..Θα προσπαθήσω να πείσω τον πατέρα σου να δει τον Τάσο μ'άλλο μάτι."
-"Σ'ευχαριστώ μαμά",είπε η Έλενα πέφτοντας στην αγκαλιά της και ηρέμησε.
Στο μεταξύ ο Τάσος επέστρεψε σπίτι του.Η οικογένειά του σιγά-σιγά συγκεντρωνόταν στο τραπέζι για το μεσημεριανό.Ο Τάσος ήταν στο δωμάτιό του και ξεκουραζόταν,ώσπου ακούστηκε η φωνή της μητέρας του:
-"Τάσο,έλα.Το φαγητό είναι έτοιμο."
-"Έρχομαι."
-"Πώς πήγε η δουλειά;",είπε ο κύριος Φίλιππος.
-"Όπως συνήθως.. Τι καλό μαγείρεψες σήμερα μαμά;"
-"Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο."
-"Τέλεια!"
-"Φαίνεσαι κουρασμένος αγόρι μου.."
-"Ναι,μαμά.Κουραστική δουλειά"
-"Μμμ,όχι δεν είναι αυτό",είπε ο κύριος Φίλιππος."Κάτι άλλο συμβαίνει.."
-"Όχι μπαμπά.Κάνεις λάθος.Ιδέα σου είναι."
-"Νεαρέ,μην πας να μου ξεφύγεις.Κάτι συμβαίνει και το ξέρεις καλά.."
-"Εντάξει..Δεν μπορώ να σας κρυφτώ.Ήρθε και με βρήκε ο Γιώργος,ο σοφέρ της Έλενας,και μου είπε πως ο κύριος Βασίλης θέλει να μου μιλήσει το βράδυ.."
-"Τάσο,πόσες φορές σου έχω πει να σταματήσεις να βλέπεις αυτή την κοπέλα;Δεν είναι της κοινωνικής μας θέσης."
-"Θα την βλέπω όσες φορές θέλω,χωρίς να παίρνω την άδεια κανενός!Ενήλικας είμαι πλέον και έχω τη ζωή μου στα χέρια μου."
-"Πώς τολμάς και αντιμιλάς;"
-"Μπαμπά,δε θέλω να γίνετε εσείς εμπόδιο στην ευτυχία μου..Το ξέρω,είμαι φτωχός.Δεν έχω τίποτα να της προσφέρω,μα θα τα καταφέρω."
-"Καλό μου παιδί,έχει δίκιο ο πατέρας σου.Καλό θα ήταν να σταματήσεις να τη βλέπεις.",είπε η κυρία Μαρία.
-"Όχι μαμά.Δε θα σταματήσω...Και να σας πω και κάτι άλλο;Πριν λίγες μέρες όταν σας είπα πως πάω διακοπές με τους φίλους μου,δεν πήγα μαζί τους,αλλά με την Έλενα."
-"Τι έκανες λέει;"
Ο Τάσος εκνευρισμένος από τη συνομιλία σηκώθηκε απ'το τραπέζι και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
-"Τάσο,πού πας;Το φαγητό σου.",είπε η κυρία Μαρία.
-"Μου κόπηκε η όρεξη.Α και κάτι ακόμα.Θα την παντρευτώ!",είπε ο Τάσος και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008
Ιστορία ΝΟ 1,Μέρος 3ο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου